Αυνάν

Αυνάν
Βιβλικό πρόσωπο. Ήταν ο γιος του Ιούδα, που είχε γονείς τον Ιακώβ και τη Χαναναία Σανά. Όταν ο μεγαλύτερος αδελφός του πέθανε, ο Α., σύμφωνα με το εβραϊκό έθιμο, νυμφεύτηκε τη χήρα του αδελφού του Ηρ, με την οποία όμως δεν ήθελε να τεκνοποιήσει επειδή το παιδί που θα γεννιόταν θα ανήκε τυπικά, με βάση τον εβραϊκό νόμο, στον αδελφό του κι όχι σε αυτόν. Έτσι «όταν εισήρχετο προς την γυναίκα του αδελφού αυτού, εξέχειν επί την γην, του μη δούναι σπέρμα τω αδελφώ αυτού». Η πράξη αυτή τιμωρήθηκε από τον Ιεχωβά με θάνατο. Από το όνομα του Α. προέρχεται και η λέξη αυνανισμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αὐνᾶν — αὐνή fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐνάν — αὐνά̱ν , αὐνή fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θάμαρ — I Πόλη της Ιουδαίας. Αναφέρεται από τον γεωγράφο Πτολεμαίο ως Θαμάρ Θαμαρώ. Η τοποθεσία της παραμένει άγνωστη. II Όνομα βιβλικών προσώπων. 1. Χαναναία. Παντρεύτηκε τον Hρ, πρωτότοκο γιο του Ιούδα και εγγονό του Ιακώβ. Όταν πέθανε ο Hρ χωρίς να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”